- φλομώνω
- φλόμωσα, φλομώθηκα, φλομωμένος, και φλομιάζω φλόμιασα, φλομιάστηκα, φλομιασμένος, 1. μτβ., ναρκώνω τα ψάρια ρίχνοντας φλόμο (βλ. λ.) στη θάλασσα, ναρκώνω, αναισθητοποιώ.2. σκορπίζω ολόγυρα καπνό ιδίως δύσοσμο, σκορπίζω άσχημη μυρουδιά, κάνω την ατμόσφαιρα αποπνικτική με καπνό: Το τζάκι που δεν τραβάει φλόμωσε την κάμαρα.3. αμτβ., γεμίζω από δύσοσμο καπνό, βρομοκοπώ: Φλόμωσε το δωμάτιο από τον καπνό.4. ζαλίζομαι από το πολύ κάπνισμα τσιγάρων: Σταματήστε πια το κάπνισμα, φλομώσαμε.5. μτφ., χάνω το χρώμα μου, γίνομαι κίτρινος όπως ο φλόμος, κιτρινιάζω, χλομιάζω, πανιάζω: Φλόμωσε και έχασε το ρόδινο χρώμα του προσώπου του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.