φλομώνω

φλομώνω
φλόμωσα, φλομώθηκα, φλομωμένος, και φλομιάζω φλόμιασα, φλομιάστηκα, φλομιασμένος, 1. μτβ., ναρκώνω τα ψάρια ρίχνοντας φλόμο (βλ. λ.) στη θάλασσα, ναρκώνω, αναισθητοποιώ.
2. σκορπίζω ολόγυρα καπνό ιδίως δύσοσμο, σκορπίζω άσχημη μυρουδιά, κάνω την ατμόσφαιρα αποπνικτική με καπνό: Το τζάκι που δεν τραβάει φλόμωσε την κάμαρα.
3. αμτβ., γεμίζω από δύσοσμο καπνό, βρομοκοπώ: Φλόμωσε το δωμάτιο από τον καπνό.
4. ζαλίζομαι από το πολύ κάπνισμα τσιγάρων: Σταματήστε πια το κάπνισμα, φλομώσαμε.
5. μτφ., χάνω το χρώμα μου, γίνομαι κίτρινος όπως ο φλόμος, κιτρινιάζω, χλομιάζω, πανιάζω: Φλόμωσε και έχασε το ρόδινο χρώμα του προσώπου του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φλομώνω — φλομώνω, φλόμωσα, φλομωμένος βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φλομώνω — και φλωμώνω και σφλομώνω Ν [φλόμος / σφλόμος] 1. ναρκώνω τα ψάρια ρίχνοντας στη θάλασσα φλόμο, ναρκωτική ουσία από το ομώνυμο φυτό 2. διαχέω καπνό, συνήθως δύσοσμο, δημιουργώντας αποπνικτική ατμόσφαιρα («μας φλόμωσες με τα τσιγάρα σου») 3. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • φλόμωμα — το, Ν [φλομώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φλομώνω …   Dictionary of Greek

  • πλομίζω — Α [πλόμος] ναρκώνω ψάρια με φλόμο και τά ψαρεύω, φλομίζω, φλομώνω («τοὺς ἐν ποταμοῑς καὶ λίμναις θηρεύειν πλομίζοντας») …   Dictionary of Greek

  • πουμώνω — και πουμπώνω Ν φλομώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ιταλ. pompare «τρομπάρω σε σβήσιμο πυρκαγιάς, καταπνίγω»] …   Dictionary of Greek

  • σφλομώνω — Ν βλ. φλομώνω …   Dictionary of Greek

  • φλομιάζω — Ν [φλόμος] (μτβ. και αμτβ.) φλομώνω …   Dictionary of Greek

  • κουρκουτιάζω — ιασα, κουρκουτιασμένος, η, ο 1. (για φαγώσιμα), γίνομαι κουρκούτι, χυλώνω. 2. μτφ., ζαλίζομαι πολύ και δεν μπορώ να σκεφτώ, φλομώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φλομιάζω — βλ. φλομώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”